μουσόληπτοι

μουσόληπτοι
μουσόληπτος
Muse-inspired
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μουσόληπτος — η, ο αυτός που εμπνέεται από τις μούσες, αυτός που διαθέτει ποιητική αίσθηση: Στο εντευκτήριο μαζεύτηκαν όλοι οι μουσόληπτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”